| | |
| | |
|
Αγωγιμότητα | η διαδικασία με την οποία διαδίδεται η θερμική ενέργεια μέσω φυσικής επαφής δύο σωμάτων. |
Αδιαβατική μεταβολή | η μεταβολή που συντελείται χωρίς ανταλλαγή θερμότητας ανάμεσα στο σύστημα (π.χ. αέρια μάζα) και το περιβάλλον του. Σε μια αδιαβατική μεταβολή, η συμπίεση έχει πάντα ως αποτέλεσμα τη θέρμανση και η εκτόνωση έχει ως αποτέλεσμα την ψύξη. |
Αέρια μάζα | ένα μεγάλο τμήμα της ατμοσφαιρικής μάζας που έχει παρόμοια οριζόντια θερμοκρασία και υγρασία. |
Αερολύματα | μικροσκοπικά σωματίδια που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα της Γης. Περιλαμβάνουν καπνό, σταγονίδια νερού, σκόνη κ.ά. |
Αεροχείμαρρος | ρεύμα ταχύτατα κινούμενου αέρα σε μεγάλα ύψη, κοντά στην τροπόπαυση. |
Αεροχείμαρρος του πολικού μετώπου | ο αεροχείμαρρος που συνδέεται με το πολικό μέτωπο στα μέσα και μεγάλα πλάτη. Συνήθως βρίσκεται σε ύψη ανάμεσα στα 9 και 12 km. |
Αιθαλομίχλη | αρχικά η λέξη σήμαινε μίγμα καπνού και ομίχλης. Σήμερα αιθαλομίχλη σημαίνει αέρας στον οποίο η ορατότητα είναι μειωμένη εξαιτίας της μόλυνσης της ατμόσφαιρας. |
Ακτινοβολία | ηλεκτρομαγνητική ενέργεια που ταξινομείται με βάση τα διαφορετικά μήκη κύματος και τις συχνότητες. Αποτελεί έναν από τους τρόπους διάδοσης της θερμότητας ανάμεσα σε σώματα που δεν έρχονται σε φυσική επαφή. |
Ακτινοβολία μεγάλου μήκους κύματος | όρος που χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει την υπέρυθρη ακτινοβολία που εκπέμπει η γη και η ατμόσφαιρά της. |
Ακτινοβολία μικρού μήκους κύματος | όρος που χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει την ορατή και υπεριώδη ακτινοβολία που εκπέμπεται από τον ήλιο. |
Αληγείς άνεμοι | οι άνεμοι που επικρατούν στις τροπικές περιοχές και πνέουν από κάποιον υποτροπικό αντικυκλώνα προς τον ισημερινό. Οι επικρατούσες διευθύνσεις των αληγών ανέμων είναι από τα ΒΑ στο Βόρειο Ημισφαίριο και από τα ΝΑ στο Νότιο Ημισφαίριο. |
Άλως | δακτύλιος ή τόξο γύρω από τον ήλιο ή το φεγγάρι, όταν αυτά παρατηρούνται μέσα από νέφος που αποτελείται από παγοκρυστάλλια (π.χ. Cs) ή μέσα από oυρανό γεμάτο από παγοκρυστάλλια που πέφτουν. Η άλως είναι αποτέλεσμα διάθλασης του φωτός. |
Αναβατικός άνεμος | θερμός άνεμος που πνέει σε ορεινές περιοχές κατά τη διάρκεια της ημέρας. Πνέει κατά μήκος της πλαγιάς από τους πρόποδες προς την κορυφή. Προκαλείται από τη μικρότερη πυκνότητα του αέρα κατά μήκος της πλαγιάς σε σχέση με την πυκνότητα του αέρα σε κάποια απόσταση, οριζόντια, από την πλαγιά. Η διαφορά στην πυκνότητα οφείλεται στην ισχυρή επιφανειακή θέρμανση της πλαγιάς. |
Ανακλαστική ικανότητα | ο λόγος της ακτινοβολίας που ανακλάται από μία επιφάνεια προς την ακτινοβολία που πέφτει πάνω σε αυτήν. |
Αναστροφή θερμοκρασίας | η αύξηση της θερμοκρασίας με το ύψος μέσα στην τροπόσφαιρα. |
Αναταράξεις | τυχαίες διακυμάνσεις στη ροή του ανέμου που προκαλούν μεταβολές στην ταχύτητα και/ή στη διεύθυνση του μέσα σε μικρή απόσταση. |
Αναταράξεις σε αιθρία | αναταράξεις που συναντά αεροσκάφος, το οποίο πετάει σε ανέφελο ουρανό. Τα ανοδικά ρεύματα πάνω από θερμή επιφάνεια, οι διατμητικοί άνεμοι και οι αεροχείμαρροι μπορούν να είναι παράγοντες αναταράξεων σε αιθρία. |
Ανεμοδείκτης | συσκευή που δείχνει τη διεύθυνση από την οποία πνέει ο άνεμος. |
Ανεμόμετρο | όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ταχύτητας του ανέμου. |
Ανεμούριο | συσκευή που χρησιμοποιείται στα αεροδρόμια και δίνει μια ορατή ένδειξη της διεύθυνσης και της ταχύτητας του ανέμου. Αποτελείται από υφασμάτινο κόλουρο κώνο, η βάση του οποίου περιέχει μεταλλικό δακτύλιο που περιστρέφεται γύρω από κατακόρυφο πυλώνα. |
Άνεμος | αέρας που κινείται σε σχέση με την επιφάνεια της γης. |
Άνεμος βαροβαθμίδας | θεωρητικός άνεμος που πνέει παράλληλα στις καμπύλες ισοβαρείς ή ισοϋψείς. |
Άνεμος τύπου Föhn | άνεμος που θερμαίνεται και ξηραίνεται κατά την κάθοδό του στην υπήνεμη πλαγιά ενός βουνού. |
Αντικυκλώνας | σύστημα υψηλών πιέσεων που σχετίζεται με καλό καιρό. Είναι επίσης γνωστό ως υψηλό και οι αέριες μάζες γύρω από αυτό περιστρέφονται κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού στο Βόρειο Ημισφαίριο. |
Αντιστροφή ανέμου | μεταβολή της διεύθυνσης του ανέμου αντίστροφα από τη φορά των δεικτών του ρολογιού (π.χ από βορειοδυτικός σε δυτικό). |
Απόγεια αύρα | άνεμος σε παραθαλάσσιες περιοχές που πνέει τη νύχτα από τη στεριά προς τη θάλασσα ως αποτέλεσμα της νυχτερινής ψύξης της επιφάνειας της στεριάς. |
Απόκλιση | ατμοσφαιρική κατάσταση που συμβαίνει όταν οι άνεμοι προκαλούν ένα οριζόντιο πλέγμα εκροής αέρα από μια συγκεκριμένη περιοχή. |
Απόλυτα ασταθής ατμόσφαιρα | η ατμοσφαιρική κατάσταση κατά την οποία η κατακόρυφη θερμοβαθμίδα περιβάλλοντος είναι μεγαλύτερη από την ξηρή αδιαβατική θερμοβαθμίδα. Η κατάσταση αυτή έχει ως αποτέλεσμα, μια αέρια μάζα, που έχει ανυψωθεί στην ατμόσφαιρα, να είναι θερμότερη από τον αέρα που την περιβάλλει. |
Απόλυτα ευσταθής ατμόσφαιρα | η ατμοσφαιρική κατάσταση κατά την οποία η κατακόρυφη θερμοβαθμίδα περιβάλλοντος είναι μικρότερη από την υγρή αδιαβατική θερμοβαθμίδα. Η κατάσταση αυτή έχει ως αποτέλεσμα, μια αέρια μάζα, που έχει ανυψωθεί στην ατμόσφαιρα, να είναι ψυχρότερη από τον αέρα που την περιβάλλει. |
Απόλυτη υγρασία | η μάζα των υδρατμών σε δεδομένο όγκο αέρα. Αντιπροσωπεύει την πυκνότητα των υδρατμών στον αέρα. |
Απόλυτο μηδέν | η θερμοκρασία των -273o C ή 0o K. Θεωρητικά, δεν υπάρχει καμία μοριακή κίνηση στη θερμοκρασία αυτή. |
Αστάθεια | ιδιότητα της κατάστασης ενός συστήματος, τέτοια ώστε όποια διαταραχή εφαρμοστεί στην κατάσταση αυτή να αυξάνεται. Στη Μετεωρολογία, αστάθεια θεωρείται η κατάσταση κατά την οποία, όταν σε μια μάζα αέρα δοθεί μια αρχική ώθηση προς τα πάνω, αυτή θα βρίσκεται συνεχώς σε περιβάλλον με μεγαλύτερη πυκνότητα και θα συνεχίζει να ανέρχεται όλο και πιο ψηλά από την αρχική της θέση. |
Αστραπή | ορατή ηλεκτρική εκκένωση που δημιουργείται στις καταιγίδες. |
Ατμόσφαιρα | το αεριώδες περίβλημα ενός πλανήτη που συγκρατείται από τη βαρυτική έλξη του πλανήτη. Η ατμόσφαιρα της γης, αποτελείται κυρίως από άζωτο και οξυγόνο. |
Ατμοσφαιρική πίεση | (ή βαρομετρική πίεση): η πίεση που ασκείται από τη μάζα του αέρα πάνω από δεδομένο σημείο, η οποία εκφράζεται σε hectopascals hPa), ίντσες υδραργύρου (inHg) ή millibars (mb). |
Αυλώνας (σκάφη) χαμηλών πιέσεων | επιμήκης περιοχή χαμηλής ατμοσφαιρικής πίεσης. |
| |
|
| |
|
Βαθμίδα | η βαθμίδα περιγράφει τη σχέση ανάμεσα σε μια μεταβλητή, η οποία μειώνεται καθώς κάποια άλλη μεταβλητή αυξάνεται. |
Βαροβαθμίδα | ο ρυθμός μεταβολής της πίεσης με την απόσταση. |
Βαρογράφος | βαρόμετρο συνδεμένο με καταγραφικό, όπου σημειώνεται η μεταβολή της ατμοσφαιρικής πίεσης με το χρόνο. |
Βαρομετρική τάση | η μεταβολή της ατμοσφαιρικής πίεσης μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, συνήθως τριών ωρών. |
Βαρόμετρο | όργανο που μετράει την ατμοσφαιρική πίεση. Τα δύο πιο κοινά είδη βαρομέτρου είναι το υδραργυρικό και το ανεροϊδές. |
Βάση νεφών | το επίπεδο του χαμηλότερου σημείου μιας ζώνης νεφών. |
Βροχή | υετός με τη μορφή σταγόνων νερού που έχουν διάμετρο μεγαλύτερη από 0.5 mm ή μικρότερων αλλά ευρέως διασπαρμένων. |
| |
| | |
|
Γεωστάσιμος δορυφόρος | δορυφόρος που περιστρέφεται γύρω από τη γη και κάνει μια πλήρη περιστροφή στον ίδιο χρόνο που η γη κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον εαυτό της. Με τον τρόπο αυτό παραμένει συνεχώς πάνω από συγκεκριμένη περιοχή. |
Γεωστροφικός άνεμος | Γεωστροφικός άνεμος: θεωρητικός οριζόντιος άνεμος που πνέει σε ευθεία πορεία, παράλληλα στις ισοβαρείς, με σταθερή ταχύτητα. Ο γεωστροφικός άνεμος προκύπτει όταν η δύναμη Coriolis ισορροπεί με την οριζόντια βαροβαθμίδα. |
Γήινη ακτινοβολία | ακτινοβολία μεγάλου μήκους κύματος που προέρχεται από τη Γη. |
Βαρομετρική τάση | η μεταβολή της ατμοσφαιρικής πίεσης μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, συνήθως τριών ωρών. |
Γραμμή λαίλαπας | μια εικονική γραμμή, συχνά με σημαντική έκταση, κατά μήκος της οποίας συμβαίνουν καταιγίδες. Σχηματίζεται κατά μήκος ενός ψυχρού μετώπου ή έξω από αυτό και μπροστά του. |
| |
| | |
|
Δακτύλιος του Hadley | μεσημβρινή κυκλοφορία που προτάθηκε από τον George Hadley για να εξηγήσει την κίνηση των αληγών ανέμων. Η κυκλοφορία σε κάθε ημισφαίριο αποτελείται από ανερχόμενο αέρα κοντά στον Ισημερινό, κίνηση ψηλά προς τους πόλους και καθοδική κίνηση κοντά στις 30o γεωγραφικό πλάτος. η βαθμίδα περιγράφει τη σχέση ανάμεσα σε μια μεταβλητή, η οποία μειώνεται καθώς κάποια άλλη μεταβλητή αυξάνεται. |
Διατμητικός άνεμος | τυχαίες διακυμάνσεις στη ροή του ανέμου που προκαλούν αλλαγές στην ταχύτητα και/ή τη διεύθυνσή του μέσα σε μικρή απόσταση. Κατακόρυφη διάτμιση ονομάζεται η καθ’ ύψος μεταβολή του ανέμου ενώ οριζόντια διάτμιση, η μεταβολή του στο οριζόντιο επίπεδο. |
Διεθνής Πρότυπη Ατμόσφαιρα (Δ.Π.Α.) | ατμοσφαιρικό μοντέλο που υιοθετήθηκε από τον ICAO και χρησιμοποιείται στην αεροπλοΐα. Αποτελεί προσέγγιση της μέσης ετήσιας ατμόσφαιρας όλων των γεωγραφικών πλατών. |
Δίνη (ή στρόβιλος) | ένας μικρός όγκος αέρα (ή γενικά ρευστού) που συμπεριφέρεται διαφορετικά από τη γενική ροή στην οποία ανήκει. |
Δορυφόρος πολικής τροχιάς | δορυφόρος του οποίου η τροχιά είναι σχεδόν παράλληλη με τους μεσημβρινούς της γης, οπότε σε κάθε περιστροφή του περνάει από τις πολικές περιοχές. |
Δρόσος | νερό που έχει συμπυκνωθεί πάνω σε αντικείμενα κοντά στο έδαφος όταν η θερμοκρασία τους έχει πέσει κάτω από το σημείο δρόσου του επιφανειακού αέρα. |
Δύναμη βαροβαθμίδας | η δύναμη που οφείλεται σε διαφορές πίεσης μέσα στην ατμόσφαιρα και η οποία είναι η αιτία που ο αέρας κινείται και άρα πνέει ο άνεμος. Είναι ευθέως ανάλογη της οριζόντιας βαροβαθμίδας. |
Δύναμη Coriolis | φαινόμενη δύναμη που παρατηρείται πάνω σε κάθε ελεύθερα κινούμενο αντικείμενο σε περιστρεφόμενο σύστημα. Στη γη, η δύναμη αυτή είναι αποτέλεσμα της περιστροφής της γης και προκαλεί την απόκλιση των κινούμενων σωμάτων (του αέρα συμπεριλαμβανομένου) προς τα δεξιά στο Βόρειο Ημισφαίριο και προς τα αριστερά στο Νότιο Ημισφαίριο. |
| |
| | |
|
Ειδική θερμότητα | το ποσόν της ενέργειας που απαιτείται για να αυξηθεί η θερμοκρασία μάζας 1kg ενός υλικού κατά 1°C. Η ειδική θερμότητα υπολογίζεται σε σχέση με εκείνη του νερού, η οποία είναι 1. Η ειδική θερμότητα της άμμου είναι 0.188. |
Εναπόθεση | η διαδικασία με την οποία το νερό αλλάζει κατάσταση (φάση) από αέριο (υδρατμός) κατευθείαν σε στερεό (πάγος) χωρίς να περάσει πρώτα από τη συμπύκνωση (υγρή φάση). Το αντίθετο της εξάχνωσης. ο ρυθμός μεταβολής της πίεσης με την απόσταση. |
Ενδοτροπική ζώνη σύγκλισης | στενή ζώνη όπου συναντώνται οι αληγείς άνεμοι των δύο ημισφαιρίων. |
Έξαρση (υψηλών πιέσεων) | μια επιμήκης περιοχή υψηλών πιέσεων σε έναν συνοπτικό χάρτη. |
Εξάτμιση | η διαδικασία με την οποία το υγρό μετατρέπεται σε αέριο. |
Εξάχνωση | η διαδικασία με την οποία το νερό μετατρέπεται από τη στερεή φάση (πάγος) στην αέρια (υδρατμός) χωρίς πρώτα να τηχθεί, χωρίς δηλαδή να γίνει πρώτα υγρό. Το αντίθετο της εναπόθεσης. |
Επίπεδο πτήσης | μια επιφάνεια σταθερής ατμοσφαιρικής πίεσης που σχετίζεται με τη δεδομένη ειδική πίεση 1013.2 hPa και διαχωρίζεται από άλλες τέτοιες επιφάνειες με σταθερά διαστήματα πίεσης. |
Επίπεδο συμπύκνωσης | το επίπεδο πάνω από την επιφάνεια του εδάφους στο οποίο αρχίζουν να συμπυκνώνονται οι υδρατμοί και να σχηματίζονται σταγονίδια σε μια ανερχόμενη αέρια μάζα. Στο επίπεδο αυτό βρίσκεται η βάση ενός σωρειτόμορφου νέφους. |
Ετήσιο θερμομετρικό εύρος | η διαφορά της μέσης θερμοκρασίας του θερμότερου μήνα από τη μέση θερμοκρασία του ψυχρότερου μήνα του έτους σε έναν συγκεκριμένο τόπο. |
Ευστάθεια | ιδιότητα της κατάστασης ηρεμίας ή συνεχούς κίνησης ενός συστήματος, τέτοια ώστε όποια διαταραχή εφαρμοστεί στην κατάσταση αυτή να ελαττώνεται. Στη Μετεωρολογία ευστάθεια θεωρείται η κατάσταση κατά την οποία, όταν σε μια μάζα αέρα δοθεί μια αρχική ώθηση προς τα πάνω, αυτή θα βρεθεί σε περιβάλλον λιγότερο πυκνό και θα επιστρέψει πίσω στην αρχική της θέση. |
| |
| |
|
| Η | |
|
Ηλιακή ακτινοβολία | η μικρού μήκους κύματος ακτινοβολία που προέρχεται από τον ήλιο. |
Ηλιασμός | η ολική ηλιακή ακτινοβολία που φτάνει στη γη και στην ατμόσφαιρα. |
Ημερήσιο θερμομετρικό εύρος | η διαφορά ανάμεσα στη μέγιστη και την ελάχιστη θερμοκρασία μιας ημέρας. |
| |
| | |
|
Θαλάσσια αύρα | άνεμος σε παραθαλάσσιες περιοχές που πνέει τη μέρα από τη θάλασσα προς τη στεριά ως αποτέλεσμα της ημερήσιας θέρμανσης της επιφάνειας της στεριάς. |
Θερμικό | 1) ό,τι προκαλείται ή σχετίζεται με τη θερμότητα και 2) ανοδικό ρεύμα που δημιουργείται τοπικά πάνω από μια σχετικά θερμή επιφάνεια. |
Θερμικός άνεμος | σε σχέση με ένα ατμοσφαιρικό στρώμα η διανυσματική διαφορά μεταξύ των γεωστροφικών ανέμων στην κορυφή και τη βάση του στρώματος. Επειδή το φαινόμενο προκαλείται από θερμοκρασιακές διαφορές, η διαφορά αυτή του ανέμου ονομάζεται θερμικός άνεμος. |
Θερμοκρασία | το μέτρο του πόσο θερμό ή ψυχρό είναι ένα σώμα. Ορίζεται επίσης ως το μέτρο της μέσης κινητικής ενέργειας των μορίων ενός υλικού. |
Θερμοκρασιακή αναστροφή | κατακόρυφη κατανομή της θερμοκρασίας τέτοια ώστε αυτή να αυξάνει με το ύψος. Συμβαίνει συχνά ως αποτέλεσμα της νυχτερινής ψύξης της γήινης επιφάνειας. |
Θερμό μέτωπο | μια μεταβατική ζώνη όπου θερμή αέρια μάζα προχωράει και αντικαθιστά ψυχρή αέρια μάζα. |
Θερμόσφαιρα | το τέταρτο ατμοσφαιρικό στρώμα πάνω από τη μεσόσφαιρα, πάνω δηλαδή από τα 85km περίπου από την επιφάνεια της γης. Η θερμοκρασία στο στρώμα αυτό αυξάνει ραγδαία με το ύψος. |
Θερμότητα | μορφή ενέργειας που μεταφέρεται μεταξύ των συστημάτων λόγω της διαφοράς θερμοκρασίας τους. |
Θερμοχωρητικότητα | ο λόγος της θερμότητας που απορροφάται (ή αποβάλλεται) από ένα σύστημα προς την αντίστοιχη αύξηση (ή μείωση) της θερμοκρασίας. |
Θύσσανοι (Ci) | διαχωρισμένα νέφη με τη μορφή λευκών, λεπτών νημάτων ή λευκών ή κυρίως λευκών κομματιών ή στενών ταινιών. Τα νέφη αυτά έχουν ινώδη εμφάνιση, ή μεταξένια ανταύγεια ή και τα δύο. (Π.Μ.Ο.) |
Θυσανοστρώματα (Cs) | διαφανές υπόλευκο νεφικό πέπλο ινώδους ή λείας εμφάνισης, που καλύπτει τον ουρανό πλήρως ή μερικά, και προκαλεί γενικά φαινόμενα άλω. (Π.Μ.Ο.) |
Θυσανοσωρείτες (Cc) | λεπτά, λευκά κομμάτια. Φύλλα ή στρώματα νεφών χωρίς σκίαση, που αποτελούνται από πολύ μικρά στοιχεία με τη μορφή κόκκων, ρυτίδων, κ.λ.π., συγχωνευμένα ή ξεχωριστά, και λίγο-πολύ κανονικά διατεταγμένα. Τα περισσότερα στοιχεία έχουν φαινόμενο πλάτος μικρότερο από μία μοίρα. (Π.Μ.Ο.) |
| |
| | |
|
Ιονόσφαιρα | το τμήμα εκείνο της ατμόσφαιρας που εκτείνεται από τα 70 ως τα 500 km περίπου, στο οποίο ιόντα και ελεύθερα ηλεκτρόνια υφίστανται σε αρκετά μεγάλες ποσότητες ώστε να ανακλούν τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα. |
Ισημερινές νηνεμίες | η περιοχή κοντά στον ισημερινό, η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλή πίεση και ασθενείς ανέμους μεταβλητής διεύθυνσης. |
Ισοβαρής καμπύλη | γραμμή σε χάρτη επιφανείας που ενώνει σημεία με ίδια πίεση. |
Ισόθερμη | γραμμή σε χάρτη που ενώνει σημεία με την ίδια θερμοκρασία. |
Ισοϋψής καμπύλη | η γραμμή που ενώνει σημεία με το ίδιο ύψος πάνω από μια επιφάνεια αναφοράς, συνήθως πάνω από τη μέση στάθμη θαλάσσης. |
Ίχνη συμπύκνωσης | νεφοειδής γραμμή που συχνά φαίνεται να σχηματίζεται πίσω από αεροσκάφος, το οποίο πετάει σε καθαρό, ψυχρό και υγρό αέρα. |
| |
| | |
|
Καθαρός πάγος | λείος και διαφανής πάγος που δημιουργήθηκε από παγοποίηση μεγάλων σταγόνων νερού. Ονομάζεται και υαλόπαγος. |
Καταβατικός άνεμος | άνεμος που πνέει κατά μήκος της πλαγιάς βουνού από την κορυφή προς τους πρόποδες, που προκαλείται από τη μεγαλύτερη πυκνότητα του αέρα κατά μήκος της πλαγιάς σε σχέση με αυτήν σε κάποια απόσταση οριζόντια από αυτόν, λόγω της επιφανειακής ψύξης της πλαγιάς τη νύχτα. |
Καταιγίδα | βίαιο τοπικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, που προκαλείται από σωρειτομελανία (Cb). Κύρια χαρακτηριστικά της καταιγίδας είναι η ραγδαία βροχή, το χαλάζι, οι απότομοι και ισχυροί άνεμοι καθώς και οι αστραπές και οι βροντές. |
Κατακόρυφη θερμοβαθμίδα περιβάλλοντος | ο ρυθμός ελάττωσης της θερμοκρασίας με το ύψος στην ατμόσφαιρα. Η Κ.Θ.Π. υπολογίζεται σε κάθε τόπο από τις μετρήσεις της ραδιοβόλησης. |
Κατακόρυφη μεταφορά | η διαδικασία με την οποία μεταφέρεται θερμική ενέργεια προς τα πάνω στην ατμόσφαιρα με τη βοήθεια ανερχόμενων ρευμάτων αέρα. Ο αέρας αυτός έχει θερμανθεί με αγωγιμότητα στην επιφάνεια της γης. |
Κατολίσθηση | η αργή κάθοδος αέριας μάζας, που συνήθως συμβαίνει στις κεντρικές περιοχές συστημάτων υψηλών πιέσεων. |
Κλίμακα Κελσίου | κλίμακα θερμοκρασιών με 100 μονάδες ανάμεσα στο σημείο πήξης και το σημείο βρασμού του νερού. Επινοήθηκε από το Σουηδό αστρονόμο Anders Celsius το 1736. |
Κόμβος | μονάδα ταχύτητας ίση με ένα ναυτικό μίλι την ώρα. Το ναυτικό μίλι σχετίζεται στενά με το γεωγραφικό μίλι, το οποίο ορίζεται ως το μήκος ενός λεπτού της μοίρας πάνω στον ισημερινό. Με διεθνή συμφωνία, το μίλι ορίζεται σήμερα ως 1852 μέτρα. |
Κορεσμός | η κατάσταση στην οποία ο αέρας περιέχει το μέγιστο ποσόν υδρατμών που μπορεί να συγκρατήσει στη μάζα του σε δεδομένη θερμοκρασία. |
Κυκλώνας | λέξη εναλλακτική της ύφεσης ή του χαμηλού. |
| |
| | |
|
Λανθάνουσα θερμότητα | η θερμότητα που απορροφάται ή εκλύεται από το νερό κατά τη διάρκεια μιας αλλαγής φάσης. Είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους διαδίδεται η θερμότητα μέσα στην ατμόσφαιρα. |
| |
| | |
|
Μεσόσφαιρα | το τρίτο στρώμα της ατμόσφαιρας, βρίσκεται ανάμεσα στη στρατόσφαιρα και τη θερμόσφαιρα, σε μέσο ύψος ανάμεσα στα 50 και τα 80 km πάνω από την επιφάνεια της γης. |
METAR | μετεωρολογικό τηλεγράφημα ενός σταθμού, που εκδίδεται κάθε μισή ώρα και περιλαμβάνει άνεμο, ορατότητα, οπτική έκταση διαδρόμου, παρόντα καιρό, νέφωση, θερμοκρασία, σημείο δρόσου και πίεση. |
Μετεωρολογικό Γραφείο Επιτήρησης | υπεύθυνο να επιτηρεί τις μετεωρολογικές συνθήκες σε μια καθορισμένη περιοχή, συνήθως ένα FIR. Παρέχει μετεωρολογικές πληροφορίες και ιδιαίτερα μετεωρολογικές προειδοποιήσεις για σημαντικά καιρικά φαινόμενα. |
Μουσώνας
| άνεμος της γενικής κυκλοφορίας της ατμόσφαιρας με τυπικά γνωρίσματα την εποχική εμμονή μιας δεδομένης διεύθυνσης του ανέμου και μια έντονη μεταβολή στη διεύθυνση αυτή από μια εποχή σε άλλη. Συνήθως πνέει από τη στεριά προς τη θάλασσα το χειμώνα και από τη θάλασσα προς τη στεριά το καλοκαίρι. |
| |
| | |
|
Νόμος Buys-Ballot | νόμος που περιγράφει τη σχέση ανάμεσα στη διεύθυνση του ανέμου και την κατανομή της πίεσης. Στο Βόρειο Ημισφαίριο, αν σταθεί ο παρατηρητής με την πλάτη προς τον άνεμο, τότε θα έχει τις χαμηλές πιέσεις στα αριστερά του και λίγο πιο πίσω. |
| |
| | |
|
Ξηρά αχλύς | αιώρηση εξαιρετικά μικρών σωματιδίων στην ατμόσφαιρα, που είναι αόρατα σε γυμνό μάτι αλλά είναι αρκετά ώστε να μειώνουν την ορατότητα. Τα σωματίδια της ξηράς αχλύος είναι πολύ μικρά, της τάξης των 0.1μm. |
Ξηρή αδιαβατική θερμοβαθμίδα (Ξ.Α.Θ.): | ο ρυθμός με τον οποίο ψύχεται μια μάζα ακόρεστου αέρα καθώς ανεβαίνει προς τα πάνω στην ατμόσφαιρα και διαστέλλεται. Η Ξ.Α.Θ. είναι 3°C/1000 ft ή 10°C/1000 m. |
| |
| | |
|
Όμβρος | υετός από νέφη κατακόρυφης ανάπτυξης, συνήθως μικρής διάρκειας αλλά ισχυρός. Οι όμβροι χαρακτηρίζονται από αιφνίδια έναρξη και λήξη και από μεγάλες και ταχείες γενικά διακυμάνσεις της έντασης τους. |
Ομίχλη | αιώρηση πολύ μικρών υδροσταγονιδίων στον αέρα, που περιορίζει την ορατότητα στην επιφάνεια της γης σε λιγότερο από 1km. |
Ομιχλοκρύσταλλος | αδιαφανής πάγος που σχηματίζεται στο χείλος προσβολής της πτέρυγας ενός αεροσκάφους, σε πολύ μικρές θερμοκρασίες, με συσσώρευση μικρών υπερτηγμένων σταγόνων νερού, οι οποίες κατά την ψύξη τους παγιδεύουν αέρα. |
Οπτική έκταση διαδρόμου (RVR) | η μέγιστη απόσταση που μπορεί ένας πιλότος, που βρίσκεται 15 πόδια πάνω από το διάδρομο, να δει πινακίδες σήμανσης τη μέρα ή τα φώτα του διαδρόμου τη νύχτα, όταν κοιτάει κατά τη διεύθυνση προσγείωσης ή απογείωσης. Μέτρηση της οπτική έκτασης του διαδρόμου δίνεται όταν η ορατότητα είναι 1500m ή μικρότερη. |
Ορατότητα | η μέγιστη απόσταση που μπορεί ένας παρατηρητής να δει και να αναγνωρίσει αντικείμενα. |
Οριακό στρώμα | το στρώμα αέρα από την επιφάνεια της γης μέχρι περίπου τα 1000 μέτρα ύψος, όπου ο άνεμος επηρεάζεται από την τριβή που ασκεί η γη και τα αντικείμενα πάνω σε αυτήν. Ονομάζεται επίσης και στρώμα τριβής. |
Οριζόντια μεταφορά | η διαδικασία κατά την οποία μεταφέρεται θερμότητα οριζόντια μέσα στην ατμόσφαιρα με τη βοήθεια μεγάλων ρευμάτων αέρα. |
Ορογραφικά νέφη | νέφη, η παρουσία και το σχήμα των οποίων καθορίζεται από το ανάγλυφο της γήινης επιφάνειας. |
Οροφή | το ύψος, πάνω από το έδαφος ή το νερό, της βάσης του χαμηλότερου στρώματος νεφών, που καλύπτουν πάνω από το μισό του ουρανού. |
Ουρά | κατακόρυφα ή κεκλιμένα ίχνη υετού προσκολλημένα στην κατώτερη επιφάνεια ενός νέφους, τα οποία δεν φτάνουν στη γη. |
| |
| | |
|
Παγοποίηση | η διαδικασία με την οποία το υγρό μετατρέπεται σε στερεό. |
Παγοσφαιρίδια | υετός από διαφανείς ή ημιδιαφανείς κόκκους πάγου, σχήματος σφαιρικού ή ακανόνιστου, σπάνια κωνικού, διαμέτρου μικρότερης ή το πολύ ίσης με 5mm. Σχηματίζονται από βροχοσταγόνες που παγώνουν πριν φτάσουν στο έδαφος |
Πάχνη | απόθεση πάγου με κρυσταλλική εμφάνιση, που έχει γενικά τη μορφή λεπιών, βελόνων, φτερών ή ριπίδων. Δημιουργείται με τρόπο παρόμοιο με αυτόν της δρόσου, όταν όμως η θερμοκρασία πέσει κάτω από 0οC. |
Πηγνυόμενη βροχή και πηγνυόμενες ψεκάδες | βροχή ή ψεκάδες που πέφτουν σε υγρή μορφή και στη συνέχεια παγώνουν καθώς πέφτουν πάνω σε ψυχρό αντικείμενο ή σε ψυχρό έδαφος. Μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη συσσώρευση καθαρού πάγου στα αεροσκάφη. |
Π.Μ.Ο | Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός |
Πολικό μέτωπο | ημιμόνιμο μέτωπο μεγάλης έκτασης των μέσων πλατών, που διαχωρίζει τροπικές αέριες μάζες από πολικές αέριες μάζες. |
Πρότυπη ατμόσφαιρα | περιγραφή της ατμόσφαιρας με όρους μέσων τιμών, οι οποίες βασίζονται σε μακροχρόνιες παρατηρήσεις. Τέτοια μοντέλα είναι χρήσιμα στο σχεδιασμό αεροσκαφών και στη θέσπιση κανόνων εναέριας κυκλοφορίας. Στην αεροπλοΐα έχει υιοθετηθεί το μοντέλο της Πρότυπης Ατμόσφαιρας του ICAO. |
Πυκνότητα | ο λόγος της μάζας ενός υλικού προς τον όγκο που καταλαμβάνει η μάζα αυτή. Η πυκνότητα του αέρα συνήθως εκφράζεται σε g/cm3 ή kg/m3. |
Πυρήνες συμπύκνωσης | μικροσκοπικά σωματίδια πάνω στα οποία αρχίζει η συμπύκνωση των υδρατμών στην ατμόσφαιρα. Οι πυρήνες με ακτίνα μικρότερη από 0.2 μm ονομάζονται πυρήνες Aitken, ενώ εκείνοι με ακτίνα μεταξύ 0.2 και 1 μm ονομάζονται μεγάλοι πυρήνες κι εκείνοι με ακτίνα μεγαλύτεροι του 1μm, ονομάζονται γιγάντιοι. |
| |
| | |
|
Ραδιοβόληση | η διαδικασία κατά την οποία στέλνεται στην ατμόσφαιρα όργανο εξοπλισμένο με συσκευές που επιτρέπουν τον προσδιορισμό ενός ή περισσοτέρων μετεωρολογικών στοιχείων και εφοδιασμένο με ραδιοπομπό για την αποστολή της πληροφορίας στον επίγειο σταθμό. |
| |
| | |
|
Σημείο δρόσου | η θερμοκρασία στην οποία όταν ψυχθεί ο αέρας γίνεται κορεσμένος. |
Σίφωνας ξηράς ή χερσαίος σίφωνας | γιγάντιος στρόβιλος αέρα μεγάλης σφοδρότητας με μορφή προβοσκίδας που εκτείνεται συνήθως από τη βάση κάποιου καταιγιδοφόρου νέφους και που φτάνει πολλές φορές μέχρι την επιφάνεια του εδάφους. |
Σκέδαση | η διαδικασία κατά την οποία μικρά σωματίδια στην ατμόσφαιρα απορροφούν την ακτινοβολία και στη συνέχεια την επανεκπέμουν με το ίδιο μήκος κύματος ανομοιόμορφα προς όλες σχεδόν τις διευθύνσεις. |
Στάδιο ανάπτυξης ή στάδιο σωρείτη | το αρχικό στάδιο στην εξέλιξη μιας καταιγίδας, στο οποίο ο ανυψούμενος θερμός και υγρός αέρας σχηματίζει σωρειτόμορφο νέφος. |
Στάδιο διάλυσης | το τελικό στάδιο της εξέλιξης μιας καταιγίδας, κατά το οποίο υπάρχουν καθοδικά ρεύματα σε ολόκληρο το σωρειτομελανία. |
Στάδιο ωρίμανσης | το δεύτερο στάδιο στον κύκλο ζωής μιας συνηθισμένης καταιγίδας. Το στάδιο αυτό χαρακτηρίζεται από όμβρους, αστραπές, κεραυνούς και βίαιες κατακόρυφες κινήσεις μέσα στο σωρειτομελανία (Cb). |
Στέμμα | χρωματιστοί δακτύλιοι που εμφανίζονται γύρω από το χείλος του ήλιου όταν αυτός παρατηρείται μέσα από λεπτά στρώματα θυσάνων. |
Στρατόσφαιρα | το δεύτερο στρώμα της ατμόσφαιρας της γης, αμέσως πάνω από την τροπόσφαιρα. Χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά ευσταθή αέρα και θερμοκρασία που αυξάνει με το ύψος. |
Στροβιλώδες νέφος | νέφος με μορφή κυλίνδρου που σχηματίζεται στην υπήνεμη πλευρά μιας οροσειράς. Ο αέρας στο νέφος αυτό περιστρέφεται γύρω από έναν άξονα παράλληλο στην οροσειρά. |
Στροφή ανέμου | μεταβολή της διεύθυνσης του ανέμου κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού (από βόρειος σε βορειοανατολικό σε ανατολικό κ.ο.κ.) |
Στρώματα (St) | γενικά γκρίζα νεφικά στρώματα με αρκετά ομοιόμορφη βάση, τα οποία μπορεί να δώσουν ψεκάδες, παγοπρίσματα ή χιονόκοκκους. Όταν ο ήλιος είναι ορατός μέσα από τα νέφη αυτά, το περίγραμμά του διακρίνεται με σαφήνεια. Τα στρώματα δεν παράγουν φαινόμενα άλω εκτός πιθανώς σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Μερικές φορές τα στρώματα εμφανίζονται με μορφή ξεφτισμένων κομματιών. (Π.Μ.Ο) |
Στρωματομελανίες (Ns) | γκρίζο νεφικό στρώμα, συνήθως σκούρο, η εμφάνιση του οποίου καθίσταται διάχυτη λόγω του ότι πέφτει λίγο-πολύ συνεχής βροχή ή χιόνι που στις περισσότερες περιπτώσεις φτάνει στο έδαφος. Είναι αρκετά παχύ, ώστε να αποκρύπτει τον ήλιο. Χαμηλά ξεφτισμένα νέφη εμφανίζονται συχνά κάτω από το στρώμα, με το οποίο είναι δυνατό να ενώνονται ή όχι. (Π.Μ.Ο.) |
Στρωματόμορφα | νέφη που σχηματίζονται σε στρώματα και των οποίων η κατακόρυφη ανάπτυξη περιορίζεται εξαιτίας της ύπαρξης ευσταθούς αέρα. |
Στρωματοσωρείτες (Sc) | γκρίζα ή υπόλευκα ή και τα δύο, έδρανα, φύλλα ή στρώματα νεφών, τα οποία σχεδόν πάντοτε έχουν σκούρα τμήματα, αποτελούμενα από ψηφιδωτά, στρόγγυλες μάζες, κυλίνδρους κ.λ.π., τα οποία δεν είναι ινώδη και τα οποία είναι δυνατό να είναι ή να μην είναι ενωμένα. Τα περισσότερα από τα κανονικά διατεταγμένα μικρά στοιχεία έχουν φαινόμενο εύρος μεγαλύτερο από 5 μοίρες. (Π.Μ.Ο.) |
Σύγκλιση | η ατμοσφαιρική κατάσταση που συμβαίνει όταν οι άνεμοι προκαλούν ένα οριζόντιο πλέγμα εισροής αέρα σε μια συγκεκριμένη περιοχή. |
Συμπύκνωση | η αλλαγή κατάστασης (φάσης) του νερού από αέριο (υδρατμοί) σε υγρό (νερό). |
Συνεσφιγμένο μέτωπο | ένα σύνθετο μετωπικό σύστημα που ιδανικά σχηματίζεται όταν ένα ψυχρό μέτωπο προλάβει ένα θερμό. Όταν ο αέρας πίσω από το συνεσφιγμένο μέτωπο είναι ψυχρότερος από τον αέρα μπροστά από αυτό, το μέτωπο ονομάζεται ψυχρή σύσφιξη. Όταν ο αέρας πίσω από το συνεσφιγμένο μέτωπο είναι θερμότερος από τον αέρα μπροστά από αυτό, το μέτωπο ονομάζεται θερμή σύσφιξη. |
Σχετική υγρασία | ο λόγος του ποσού των υδρατμών στον αέρα σε σχέση με το ποσόνπου απαιτείται για να είναι ο αέρας κορεσμένος (σε συγκεκριμένη θερμοκρασία και πίεση). Επίσης είναι ο λόγος της τάσης των υδρατμών στον αέρα προς τη μέγιστη τάση των υδρατμών. |
Σωρείτες (Cu) | απομονωμένα νέφη, γενικά πυκνά με έντονα περιγράμματα, αναπτυσσόμενα κατακόρυφα με μορφή ανυψούμενων σωρών, θόλων ή πύργων, των οποίων το εξογκούμενο ανώτερο τμήμα μοιάζει συχνά με κουνουπίδι. Τα τμήματα των νεφών αυτών, τα οποία φωτίζονται από τον ήλιο, είναι επί το πλείστον αστραφτερά λευκά, η βάση τους είναι σχετικά σκούρα και σχεδόν οριζόντια. Οι σωρείτες μερικές φορές είναι ξεφτισμένοι. (Π.Μ.Ο.) |
Σωρειτομελανίες (Cb) | βαριά και πυκνά νέφη, με πολύ μεγάλη κατακόρυφη ανάπτυξη και με μορφή βουνού ή τεράστιου πύργου. Τουλάχιστον ένα μέρος του ανώτερου τμήματός του είναι συνήθως λείο ή ινώδες ή ραβδωτό και σχεδόν πάντοτε επίπεδο. Το τμήμα αυτό συχνά εξαπλώνεται σε σχήμα άκμονα ή εκτεταμένου λοβού. Κάτω από τη βάση του νέφους αυτού, η οποία είναι συχνά πολύ σκοτεινή, υπάρχουν πολλές φορές χαμηλά, ξεφτισμένα νέφη που ενώνονται ή όχι με αυτό και μερικές φορές υετός με τη μορφή ουράς. (Π.Μ.Ο.) |
Σωρειτόμορφα | νέφη που έχουν μορφή μεγάλου σβώλου ή τούφας, όπως οι σωρείτες και οι σωρειτομελανίες. Συχνά υποδηλώνουν ασταθή ή ανερχόμενο αέρα. |
| |
| | |
|
Τάση υδρατμών | η πίεση που ασκούν τα μόρια των υδρατμών σε δεδομένο όγκο αέρα. |
Τήξη | η διαδικασία με την οποία ένα στερεό μετατρέπεται σε υγρό. |
Τροπόσφαιρα | το κατώτερο στρώμα της ατμόσφαιρας της Γης, το οποίο εκτείνεται μέχρι το μέσο ύψος των 11 km, περιέχει τα ¾ της όλης μάζας του ατμοσφαιρικού αέρα και το σύνολο σχεδόν του νερού της ατμόσφαιρας. Μέσα στην τροπόσφαιρα συμβαίνει το σύνολο σχεδόν των μετεωρολογικών φαινομένων και κινούνται τα περισσότερα πολιτικά αεροσκάφη. |
Τρύπα όζοντος | μια φοβερή μείωση του στρατοσφαιρικού όζοντος που παρατηρείται πάνω από τον Ατλαντικό την άνοιξη. |
| |
| | |
|
Υγρασία | το περιεχόμενο του αέρα σε υδρατμούς, μπορεί να εκφράζεται ως απόλυτη υγρασία, ειδική υγρασία, σχετική υγρασία ή ως αναλογία μίγματος. |
Υγρή αδιαβατική θερμοβαθμίδα (Υ.Α.Θ.) | ο ρυθμός με τον οποίο ψύχεται μια κορεσμένη μάζα αέρα καθώς ανεβαίνει στην ατμόσφαιρα και διαστέλλεται. Η Υ.Α.Θ. είναι περίπου 1.5°C/1000 ft στα κατώτερα στρώματα και αυξάνεται σε 2°C/1000 ft ή περισσότερο σε μεγάλα ύψη με ψυχρότερο αέρα. |
Υγρή αχλύς | αιώρηση στον αέρα μικροσκοπικών υδροσταγονιδίων, που περιορίζει την ορατότητα ανάμεσα σε 1km και σε 5km. |
Υδρατμός | νερό σε αέρια μορφή. |
Υετός | νερό σε διάφορες μορφές, όπως βροχή, ψεκάδες, χαλάζι ή χιόνι, που πέφτει από τα σύννεφα και φτάνει στη γη. |
Υπέρτηξη | ψύξη του υγρού νερού σε θερμοκρασία χαμηλότερη από το κανονικό σημείο πήξης, χωρίς να προκαλείται παγοποίηση. Μπορεί να συμβεί στη φύση εξαιτίας του καμπύλου σχήματος της σταγόνας. Μόνο κάτω από τους -40°C παγώνουν όλες οι σταγόνες νερού στην ατμόσφαιρα. |
Υψιστρώματα (As) | υπόγκριζα ή υπογάλανα νεφικά φύλλα ή στρώματα ραβδωτής, ινώδους ή ομοιόμορφης εμφάνισης, που καλύπτουν πλήρως ή μερικά τον ουρανό και έχουν τμήματα αρκετά λεπτά ώστε να αποκαλύπτεται ο ήλιος τουλάχιστον αμυδρά, σαν μέσα από θαμπό γυαλί. Τα υψιστρώματα δεν εμφανίζουν φαινόμενα άλω. (Π.Μ.Ο.) |
Υψισωρείτες (Ac) | λευκά, γκρίζα ή λευκά και γκρίζα, κομμάτια, φύλλα ή στρώματα νεφών, γενικά με σκιάσεις, που αποτελούνται από ελάσματα, στρογγυλεμένες μάζες, κυλίνδρους κ.λ.π., τα οποία μερικές φορές γίνονται μερικώς ινώδη ή διάχυτα και τα οποία μπορεί να είναι συγχωνευμένα ή όχι. Τα περισσότερα από τα κανονικά διατεταγμένα νεφικά στοιχεία έχουν συνήθως πλάτος μεταξύ 1 και 5 μοιρών. (Π.Μ.Ο.) |
Υψόμετρο | η κατακόρυφη απόσταση ενός επιπέδου, σημείου ή αντικειμένου που λαμβάνεται υπόψη ως σημείο, από τη μέση στάθμη θαλάσσης. |
Ύψος πίεσης | το ύψος που δείχνει το υψόμετρο του αεροσκάφους, όταν στην υποκλίμακά του έχει τοποθετηθεί το 1013 hPa. Το ύψος πίεσης σε εκατοντάδες πόδια ονομάζεται επίπεδο πτήσης. |
Ύψος πυκνότητας | το ύψος σύμφωνα με τη Δ.Π.Α. , το οποίο ανταποκρίνεται στην πραγματική πυκνότητα περιβάλλοντος ενός συγκεκριμένου τόπου. Εναλλακτικά μπορεί να θεωρηθεί ως το ύψος πίεσης διορθωμένο για τη θερμοκρασία. |
| |
| | |
|
Φακοειδές νέφος | νέφος σε σχήμα φακού ή αμύγδαλου, συχνά πολύ επίμηκες, του οποίου το περίγραμμα είναι σαφώς καθορισμένο. Είναι συνήθως ορογραφικής προέλευσης., είναι όμως δυνατό να παρατηρηθούν και πάνω από περιοχές χωρίς σημαντική ορογραφία. Ο όρος εφαρμόζεται στους θυσανοσωρείτες (Cc), υψισωρείτες (Ac) και τους στρωματοσωρείτες (Sc). |
Φάση | υπάρχουν τρεις πιθανές φάσεις (καταστάσεις) στις οποίες μπορεί να υπάρχει ένα υλικό: η αέρια, η υγρή και η στερεή. Το νερό μπορεί να υπάρχει και στις τρεις φάσεις, μπορεί δηλαδή να υπάρχει στη φύση ως υδρατμός (αέριο), νερό (υγρό) και πάγος (στερεό). |
Φωτιά του St. Elmo | μια αμυδρά φωτεινή ηλεκτρική εκκένωση στην ατμόσφαιρα που πηγάζει από αντικείμενα (συνήθως με αιχμηρές άκρες) όταν βρίσκονται σε ισχυρό ηλεκτρικό πεδίο, όπως κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας. |
| |
| |
Εξαιρετική δουλειά η του λεξιλογίου,πραγματικά συγχαρητήρια
ΑπάντησηΔιαγραφή